- ἀξιοκοινώνητος
- ἀξιοκοινώνητοςworthy of our societymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αξιοκοινώνητος — ἀξιοκοινώνητος, ον (Α) όποιος είναι άξιος να συμμετέχει σε κάτι … Dictionary of Greek
ἀξιοκοινωνήτους — ἀξιοκοινώνητος worthy of our society masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοκοινώνητοι — ἀξιοκοινώνητος worthy of our society masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)